κίβι

κίβι
Πτηνό δρομέας της τάξης των απτερυγομόρφων. Η επιστημονική του ονομασία είναι Apteryx mantelli. Το σώμα του έχει περίπου τις διαστάσεις μιας μεγάλης κότας και υποβαστάζεται από δύο κοντά, αλλά ισχυρά πόδια, που καταλήγουν σε τέσσερα δάχτυλα με ισχυρά νύχια. Το κεφάλι, χωρίς λειρί, διαθέτει ένα πολύ μακρύ, μυτερό και κάπως κυρτό προς τα κάτω ράμφος, στην άκρη του οποίου βρίσκονται τα ρουθούνια. Τα κ. πηδούν και τρέχουν με μεγάλη ταχύτητα, αλλά δεν μπορούν να πετάξουν, γιατί οι φτερούγες τους είναι κοντές και κρύβονται κάτω από το φτέρωμα. Το τελευταίο έχει καστανοπυρρόξανθο χρώμα και αποτελείται από ατελή φτερά, που πέφτουν προς τα κάτω και μοιάζουν με σκληρές τρίχες. Τα κ. δεν έχουν ουρά. Κατά τη διάρκεια της ημέρας κρύβονται στη φωλιά τους, ενώ τη νύχτα βγαίνουν για να αναζητήσουν την τροφή τους, η οποία αποτελείται από σκουλήκια, μικρά ζώα, σαρκώδεις καρπούς και βλαστούς. Τα κ. βγάζουν μια χαρακτηριστική κραυγή, από την οποία προήλθε η ονομασία τους. Το θηλυκό γεννά 2-4 άσπρα αβγά, αρκετά μεγάλα σε σχέση με το σώμα του. Τα εναποθέτει σε ένα μικρό κοίλωμα του εδάφους και φροντίζει να σκεπάζει τα τοιχώματά του με βρύα και διάφορα φύλλα. Τα αβγά αυτά κλωσάει ο πατέρας, ο οποίος ασχολείται και με τη φροντίδα των νεοσσών. Τα κ., μαζί με τα άλλα είδη της οικογένειας των απτερυγιδών, συναντώνται αποκλειστικά στη Νέα Ζηλανδία. Παρά τα αυστηρά προστατευτικά μέτρα, το είδος αυτό τείνει να εξαφανιστεί, όπως συνέβη κατά τον 17o και τον 18o αι. και με άλλα διαφόρων τάξεων πουλιά με ατροφικές πτέρυγες, όπως για παράδειγμα τα γιγαντιαία πουλιά του γένους Dinornisμόα της Νέας Ζηλανδίας. Το κίβι ζει μόνο στη Νέα Ζηλανδία και έχει πολύ μικρές και ατροφικές φτερούγες, κρυμμένες κάτω από το πυκνό φτέρωμά του.
* * *
το
ζωολ. κοινή ονομασία απτερυγόμορφου πτηνού τής οικογένειας apterygidae.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Κίβι, Αλέξις — (Aleksis Kivi, Νουρμιγιάρβι 1834 – Τουουσούλα 1872). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Φιλανδού συγγραφέα Αλέξις Στένβαλ(Stenvall). Καταγόταν από φτωχή οικογένεια, όμως κατόρθωσε να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο του Ελσίνκι. Έγραψε πολλά λογοτεχνικά κείμενα …   Dictionary of Greek

  • απολίθωμα — Οι ζωικοί ή φυτικοί οργανισμοί ή μέρη τους που έζησαν στο παρελθόν, περικλείστηκαν μέσα σε ιζηματογενείς αποθέσεις του φλοιού της Γης και διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα. Η επιστήμη που μελετά τα α. λέγεται παλαιοντολογία. Η διατήρησή τους… …   Dictionary of Greek

  • Ααλτόνεν, Βάινε — (Wäinö Aaltonen, 1894 – 1966).Φιλανδός γλύπτης. Σπούδασε στη σχολή σχεδίου της Τουρκού, διαμόρφωσε όμως αυτόνομα την καλλιτεχνική του προσωπικότητα. Η πρώτη περίοδος της δραστηριότητάς του χαρακτηρίζεται από σειρά γυναικείων προτομών γεμάτων… …   Dictionary of Greek

  • απτέρυξ — Γένος πουλιών της τάξης των απτερυγομόρφων με μόνο τρία γνωστά είδη, που ζουν στη Νέα Ζηλανδία. Βλ. λ. κίβι …   Dictionary of Greek

  • δρομείς — Ονομασία πτηνών που δεν μπορούν να πετάξουν, επειδή το στέρνο τους είναι επίπεδο, δεν έχουν δηλαδή τη χαρακτηριστική απόφυση (τρόπιδα) πάνω στην οποία προσφύονται οι ισχυροί πτητικοί μύες, ενώ οι φτερούγες τους δεν είναι ανεπτυγμένες ή έχουν… …   Dictionary of Greek

  • Μαορί ή Μάορι — (Maori). Λαός της Νέας Ζηλανδίας με καταγωγή από την Πολυνησία. Η έλευσή τους στη Νέα Ζηλανδία κυμαίνεται μεταξύ 9ου και 13ου αι., με πιθανή αφετηρία τα νησιά Ραροτόνγκα και Ραϊατέα. Οι ίδιοι βασίζονται περισσότερο στην προφορική παράδοση και όχι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”